Κοπριά στα λιθουανικά
Μετάφραση: κοπριά, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šlamštas, purvas, mėšlas, dumblas, mėšlo, mėšlą, mėšlui, mėšlu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπριά
κοπριά κουνελιού, κοπριά λίπασμα, κοπριά πουλερικών, κοπριά αλόγου, κοπριά κότας, κοπριά λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κοπριά στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κοπιάζω στα λιθουανικά - darbas, triūsas, plūktis, Dėmė, Atlikti sudėtingą darbą, Žvynelinė darbas, Nopūlēties
- κοπιαστικός στα λιθουανικά - Męczący, Nogurdinošs, Varginančių
- κοράλλι στα λιθουανικά - koralas, koralų, Coral, koralai, koralinis
- κορίτσι στα λιθουανικά - mergaitė, panelė, duktė, mergina, Girl
Τυχαίες λέξεις
Κοπριά στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šlamštas, purvas, mėšlas, dumblas, mėšlo, mėšlą, mėšlui, mėšlu
Μεταφράσεις: šlamštas, purvas, mėšlas, dumblas, mėšlo, mėšlą, mėšlui, mėšlu