Νωθρότητα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: νωθρότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
леност, ленивец, мързел, леността, ленивост
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νωθρότητα
νωθρότητα συνώνυμο, νωθρότητα σημασία, νωθρότητα wikipedia, νωθρότητα ορισμος, νωθροτητα συνώνυμα, νωθρότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, νωθρότητα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- νυχτερίδα στα βουλγαρικά - прилеп, бухалка, НДНТ, за НДНТ, прилепи
- νωθρός στα βουλγαρικά - беден, дребен, незначителен
- νωπός στα βουλγαρικά - прясно, пресен, свеж, пресни, прясна
- νωρίς στα βουλγαρικά - ранен, рано, началото на, ранно, ранна
Τυχαίες λέξεις
Νωθρότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: леност, ленивец, мързел, леността, ленивост
Μεταφράσεις: леност, ленивец, мързел, леността, ленивост