Νωθρότητα στα ρωσικά
Μετάφραση: νωθρότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лень, праздность, леность, бездельничанье, вялость, ленивец, лени, ленивца
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νωθρότητα
νωθρότητα συνώνυμο, νωθρότητα σημασία, νωθρότητα wikipedia, νωθρότητα ορισμος, νωθροτητα συνώνυμα, νωθρότητα λεξικό γλώσσας ρωσικά, νωθρότητα στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- νυχτερίδα στα ρωσικά - било, дубинка, нетопырь, дубина, лапта, бита, рукокрылые, ...
- νωθρός στα ρωσικά - медлительный, вялый, ленивый, безболезненный, праздный, убогий, убогая, ...
- νωπός στα ρωσικά - мокрота, неиспорченный, промозглый, свежий, пресный, незатасканный, испарения, ...
- νωρίς στα ρωσικά - досрочный, преждевременно, ранний, преждевременный, скороспелый, рано, начале, ...
Τυχαίες λέξεις
Νωθρότητα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: лень, праздность, леность, бездельничанье, вялость, ленивец, лени, ленивца
Μεταφράσεις: лень, праздность, леность, бездельничанье, вялость, ленивец, лени, ленивца