Νωθρότητα στα εσθονικά
Μετάφραση: νωθρότητα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tööpõlgus, laiskus, laisik, sloth, laiskuse, Laiskiainen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νωθρότητα
νωθρότητα συνώνυμο, νωθρότητα σημασία, νωθρότητα wikipedia, νωθρότητα ορισμος, νωθροτητα συνώνυμα, νωθρότητα λεξικό γλώσσας εσθονικά, νωθρότητα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- νυχτερίδα στα εσθονικά - nahkhiir, kurikas, PVT, bat, nahkhiirte
- νωθρός στα εσθονικά - laisk, valutu, umbne, kopitanud, Poky, igav, kitsas
- νωπός στα εσθονικά - niiske, äsja, niiskus, nipsakas, summutama, uudne, värske, ...
- νωρίς στα εσθονικά - varane, ammune, varajane, varakult, vara, alguses
Τυχαίες λέξεις
Νωθρότητα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tööpõlgus, laiskus, laisik, sloth, laiskuse, Laiskiainen
Μεταφράσεις: tööpõlgus, laiskus, laisik, sloth, laiskuse, Laiskiainen