Νωθρότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: νωθρότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luiaard, luiheid, Sloth, traagheid, lippenbeer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νωθρότητα
νωθρότητα συνώνυμο, νωθρότητα σημασία, νωθρότητα wikipedia, νωθρότητα ορισμος, νωθροτητα συνώνυμα, νωθρότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νωθρότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νυχτερίδα στα ολλανδικά - vleermuis, knuppel, BBT, BAT
- νωθρός στα ολλανδικά - lui, hokkerig, benepen, poky, miezerige, benauwd
- νωπός στα ολλανδικά - vrijpostig, klam, mottig, fris, vocht, luchtig, vers, ...
- νωρίς στα ολλανδικά - vroegtijdig, pril, vroeg, vroege, begin, begin van
Τυχαίες λέξεις
Νωθρότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: luiaard, luiheid, Sloth, traagheid, lippenbeer
Μεταφράσεις: luiaard, luiheid, Sloth, traagheid, lippenbeer