Οικιστής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οικιστής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заселник, колонист, утайник, на заселниците
Οικιστής στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστής

οικιστής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οικιστής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οικιακός στα βουλγαρικά - домакинство, домакински, домакинствата, битови, домакинството
  • οικισμός στα βουλγαρικά - колонизация, село, заселение, селище, заселване, уреждане, сетълмент, ...
  • οικιστικός στα βουλγαρικά - жилищен, Жилищна, Жилищно, жилищни, на жилищни
  • οικογένεια στα βουλγαρικά - семейство, домакинство, смеся, семейството, семейна, семеен, семейния
Τυχαίες λέξεις
Οικιστής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: заселник, колонист, утайник, на заселниците