Οικιστής στα γερμανικά
Μετάφραση: οικιστής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
siedler, ansiedler, Siedler, Settler, Ansiedler
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιστής
οικιστής λεξικό γλώσσας γερμανικά, οικιστής στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- οικιακός στα γερμανικά - familie, dienstbote, haushalt, privathaushalt, hausangestellte, haushalthilfe, hausangestellter, ...
- οικισμός στα γερμανικά - abwicklung, ansiedlung, kolonie, besiedlung, abmachung, pflanzung, bereinigung, ...
- οικιστικός στα γερμανικά - Wohn, Wohnen, Residential
- οικογένεια στα γερμανικά - stammbaum, verwandtschaft, geschlecht, abstammung, haushalt, geblüht, reinrassig, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικιστής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: siedler, ansiedler, Siedler, Settler, Ansiedler
Μεταφράσεις: siedler, ansiedler, Siedler, Settler, Ansiedler