Πίεση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πίεση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
налягане, давление, натиск, налягането, под налягане
Πίεση στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πίεση

πίεση στα αυτιά, πίεση παλμού, πίεση στα μάτια, πίεση ματιών, πίεση συνώνυμα, πίεση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πίεση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πέψη στα βουλγαρικά - храносмилане, храносмилането, смилане, разлагане, разграждане
  • πήζω στα βουλγαρικά - пресичам, коагулирам, съсирвам, подквасвали, подквасвам
  • πίθηκος στα βουλγαρικά - маймуна, Monkey, маймуни, маймунка, маймуната
  • πίλος στα βουλγαρικά - шляпа, шапка, шапката, хеттрик, си хеттрик
Τυχαίες λέξεις
Πίεση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: налягане, давление, натиск, налягането, под налягане