Πίεση στα ουκρανικά

Μετάφραση: πίεση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
журналісти, тиск
Πίεση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πίεση

πίεση στα αυτιά, πίεση παλμού, πίεση στα μάτια, πίεση ματιών, πίεση συνώνυμα, πίεση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πίεση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πέψη στα ουκρανικά - травлення, засвоєння
  • πήζω στα ουκρανικά - ускладнюватися, згорнутись, грудка, дрантя, супитися, згортати, згущати, ...
  • πίθηκος στα ουκρανικά - мавпа, обезьяна, мавпи, мавп
  • πίλος στα ουκρανικά - капот, капелюшок, бриль, капелюх, чепчик, шляпа, запах
Τυχαίες λέξεις
Πίεση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: журналісти, тиск