Πίεση στα τούρκικα
Μετάφραση: πίεση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
basınç, baskı, basıncı, basınçlı, basınca
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πίεση
πίεση στα αυτιά, πίεση παλμού, πίεση στα μάτια, πίεση ματιών, πίεση συνώνυμα, πίεση λεξικό γλώσσας τούρκικα, πίεση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πέψη στα τούρκικα - hazım, sindirim, sindirimi, sindirme, çürütme
- πήζω στα τούρκικα - kesilmek, donduracak, pıhtılaştırmak, donduracak bir, pıhtılaşmak
- πίθηκος στα τούρκικα - maymun, Monkey, maymunu, maymunun, bir maymun
- πίλος στα τούρκικα - şapka, başlık, Hat, hattrick, şapkası, bir şapka
Τυχαίες λέξεις
Πίεση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: basınç, baskı, basıncı, basınçlı, basınca
Μεταφράσεις: basınç, baskı, basıncı, basınçlı, basınca