Πειθαναγκάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πειθαναγκάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
принуждавани, принудено, заставени, принудително, принуден
Πειθαναγκάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθαναγκάζω

πειθαναγκάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πειθαναγκάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πεθαμένος στα βουλγαρικά - мъртъв, умрял, мъртви, мъртва, мъртвите
  • πειθήνιος στα βουλγαρικά - податлив на обработка, схватлив, послушно, послушен, хрисим
  • πειθαρχία στα βουλγαρικά - дисциплина, дисциплината, наказание
  • πειθαρχικός στα βουλγαρικά - дисциплинарен, дисциплинарно, дисциплинарни, дисциплинарна, дисциплинарната
Τυχαίες λέξεις
Πειθαναγκάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: принуждавани, принудено, заставени, принудително, принуден