Πειθαναγκάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: πειθαναγκάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zorlamak, zorla, coerced, zorlama, zorlanamadığında, zorlanmış
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαναγκάζω
πειθαναγκάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πειθαναγκάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πεθαμένος στα τούρκικα - sönük, merhum, hareketsiz, cansız, ölü, öldü, ölmüş, ...
- πειθήνιος στα τούρκικα - itaatli, uysal, docile, uysal bir, uslu
- πειθαρχία στα τούρκικα - disiplin, ceza, disiplini, disiplinin, bir disiplin, disiplindir
- πειθαρχικός στα τούρκικα - disiplin, disiplinli, disiplinler, disipliner
Τυχαίες λέξεις
Πειθαναγκάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: zorlamak, zorla, coerced, zorlama, zorlanamadığında, zorlanmış
Μεταφράσεις: zorlamak, zorla, coerced, zorlama, zorlanamadığında, zorlanmış