Πόρος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πόρος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отверстие, средство, ресурс, ресурси, ресурсите, на ресурсите
Πόρος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόρος

πόρος καιρός, πόρος παραλίες, πόρος ξενοδοχεία, πόρος δρομολόγια, πόρος διαμονή, πόρος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πόρος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πόρνη στα βουλγαρικά - проститутка, курва, блудница, курвата
  • πόροι στα βουλγαρικά - ресурс, ресурси, средства, ресурсите
  • πόρπη στα βουλγαρικά - тока, катарама, на ключалката, катарамата, катарама от
  • πόρτα στα βουλγαρικά - врата, вратата, врати, на вратата
Τυχαίες λέξεις
Πόρος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отверстие, средство, ресурс, ресурси, ресурсите, на ресурсите