Πόρος στα ουκρανικά

Μετάφραση: πόρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дикобрази, ресурс
Πόρος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόρος

πόρος καιρός, πόρος παραλίες, πόρος ξενοδοχεία, πόρος δρομολόγια, πόρος διαμονή, πόρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πόρος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πόρνη στα ουκρανικά - проститутка, шльондра, кислий, торт, нечепура, терпкий, пиріг, ...
  • πόροι στα ουκρανικά - гриміти, славити, відбивати, звучати, слався, ресурси, ресурсів
  • πόρπη στα ουκρανικά - ковтати, затиск, брошка, скоба, затискач, брошку, скорочувати, ...
  • πόρτα στα ουκρανικά - двері, низкою, майже, квартира, рядом, помешкання, запах
Τυχαίες λέξεις
Πόρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дикобрази, ресурс