Πόρος στα ισλανδικά
Μετάφραση: πόρος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
úrræði, auðlind, vefsíðuna, um vefsíðuna, auðlindastjórnun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόρος
πόρος καιρός, πόρος παραλίες, πόρος ξενοδοχεία, πόρος δρομολόγια, πόρος διαμονή, πόρος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πόρος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πόρνη στα ισλανδικά - hóra
- πόροι στα ισλανδικά - auðlindir, úrræði, fjármagn, auðlinda, auðlindum
- πόρπη στα ισλανδικά - brjóstnál, sylgja, Buckle, Lássylgjan, sylgju, lássylgja
- πόρτα στα ισλανδικά - dyr, hurð, dyrnar, hurðin, húsi
Τυχαίες λέξεις
Πόρος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: úrræði, auðlind, vefsíðuna, um vefsíðuna, auðlindastjórnun
Μεταφράσεις: úrræði, auðlind, vefsíðuna, um vefsíðuna, auðlindastjórnun