Πόρος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: πόρος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ресурси, ресурс, на ресурси, ресурсите, извор
Πόρος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόρος

πόρος καιρός, πόρος παραλίες, πόρος ξενοδοχεία, πόρος δρομολόγια, πόρος διαμονή, πόρος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πόρος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • πόρνη στα σλαβομακεδονικά - курва, курвата, блудница, блудницата
  • πόροι στα σλαβομακεδονικά - ресурси, средства, ресурсите, извори
  • πόρπη στα σλαβομακεδονικά - тока, пафта, токи, бравата, брава
  • πόρτα στα σλαβομακεδονικά - вратата, врата, врати, на вратата, порти
Τυχαίες λέξεις
Πόρος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ресурси, ресурс, на ресурси, ресурсите, извор