Πόρος στα λιθουανικά
Μετάφραση: πόρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pora, išteklių, išteklius, ištekliai, šaltinis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόρος
πόρος καιρός, πόρος παραλίες, πόρος ξενοδοχεία, πόρος δρομολόγια, πόρος διαμονή, πόρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πόρος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πόρνη στα λιθουανικά - kekše, paleistuvė, prostitutė, whore, kekšė
- πόροι στα λιθουανικά - ištekliai, išteklių, išteklius, resursai, lėšos
- πόρπη στα λιθουανικά - sagė, kirpti, sagtis, sagties, užraktas, užrakto, sagtį
- πόρτα στα λιθουανικά - durys, durų, duris, durelės, dureles
Τυχαίες λέξεις
Πόρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pora, išteklių, išteklius, ištekliai, šaltinis
Μεταφράσεις: pora, išteklių, išteklius, ištekliai, šaltinis