Ρήμαγμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ρήμαγμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
развалини, неизправност, лошо състояние, неизправно, упадък, занемарена
Ρήμαγμα στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρήμαγμα

ρήμαγμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ρήμαγμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ρήγμα στα βουλγαρικά - пролом, разрив, пукнатина, цепнатина, спор
  • ρήμα στα βουλγαρικά - глагол, глагола, глаголът, глаголна
  • ρήξη στα βουλγαρικά - полока, скъсване, разкъсване, спукване, руптура, руптура на
  • ρήση στα βουλγαρικά - поговорка, казвайки, казва, казваше
Τυχαίες λέξεις
Ρήμαγμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: развалини, неизправност, лошо състояние, неизправно, упадък, занемарена