Ρήμαγμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ρήμαγμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
leme, ruína, estragar, arruinar, condições precárias, disrepair, mau estado, abandono
Ρήμαγμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρήμαγμα

ρήμαγμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ρήμαγμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ρήγμα στα πορτογαλικά - ruptura, brecha, romper, fenda, racha, Rift, falha
  • ρήμα στα πορτογαλικά - risco, verbo, abalançar, aventurar, verb, verbal, verbos, ...
  • ρήξη στα πορτογαλικά - ruptura, rotura, de ruptura, a ruptura, rompimento
  • ρήση στα πορτογαλικά - dizer, ditado, provérbio, palavra, dizendo
Τυχαίες λέξεις
Ρήμαγμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: leme, ruína, estragar, arruinar, condições precárias, disrepair, mau estado, abandono