Ρήμαγμα στα τούρκικα

Μετάφραση: ρήμαγμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bozmak, harabe, mahvetmek, haraplık, bakıma ihtiyacı olma, disrepair, bakıma muhtaç, onarıma muhtaç
Ρήμαγμα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρήμαγμα

ρήμαγμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ρήμαγμα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ρήγμα στα τούρκικα - yarık, rift, çatlak, sürtüşme, yarılım
  • ρήμα στα τούρκικα - fiil, verb, fiili, eylem
  • ρήξη στα τούρκικα - kopma, rüptürü, rüptür, kırılma, yırtılma
  • ρήση στα τούρκικα - söz, söyleyerek, diyerek, söylüyor, söyleyen
Τυχαίες λέξεις
Ρήμαγμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bozmak, harabe, mahvetmek, haraplık, bakıma ihtiyacı olma, disrepair, bakıma muhtaç, onarıma muhtaç