Ρήμαγμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ρήμαγμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrun, disrepair, niðurníðslu
Ρήμαγμα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρήμαγμα

ρήμαγμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ρήμαγμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρήγμα στα ισλανδικά - gjá, rifan, klofningur, klofningur á, þessi klofningur
  • ρήμα στα ισλανδικά - sögn, sagnaorð, sögnin, sögninni, sagnorð, sögnina
  • ρήξη στα ισλανδικά - bilun, rof, Komi
  • ρήση στα ισλανδικά - sagði, segja, að segja, sögðu
Τυχαίες λέξεις
Ρήμαγμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hrun, disrepair, niðurníðslu