Ρήμαγμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: ρήμαγμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prasta būklė, Sutrikimas, Bankroto, Neatsargumo, Apleistas būklė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρήμαγμα
ρήμαγμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ρήμαγμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ρήγμα στα λιθουανικά - nesantaika, properša, įskilimas, skelti, nesantarvė
- ρήμα στα λιθουανικά - veiksmažodis, veiksmažodžio, Verb, Daiktavardis, veiksmažodžių
- ρήξη στα λιθουανικά - trūkimas, trūkis, plyšimas, plyšimo, nutrūkimo apsauginis
- ρήση στα λιθουανικά - posakis, sakydamas, sako
Τυχαίες λέξεις
Ρήμαγμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prasta būklė, Sutrikimas, Bankroto, Neatsargumo, Apleistas būklė
Μεταφράσεις: prasta būklė, Sutrikimas, Bankroto, Neatsargumo, Apleistas būklė