Σάλι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σάλι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фин ленен плат, шал, шала, шалове
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σάλι
σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι αξλ, σάλι με βελόνες, σάλι μπερίσα, σάλι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σάλι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ρύπανση στα βουλγαρικά - замърсяване, замърсяването, замърсяването на, на замърсяването, замърсяване на
- ρώμη στα βουλγαρικά - сила, мощ, Рим, Rome, Римския, Римската
- σάλος στα βουλγαρικά - вълнение, метеж, врява, безредици, шум
- σάλπιγγα στα βουλγαρικά - рог, гоен, тромпет, тръба, тръбен, тромпетист, Ромео
Τυχαίες λέξεις
Σάλι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: фин ленен плат, шал, шала, шалове
Μεταφράσεις: фин ленен плат, шал, шала, шалове