Σάλι στα δανικά
Μετάφραση: σάλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjal, tørklæde, sjalet, shawl
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σάλι
σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι αξλ, σάλι με βελόνες, σάλι μπερίσα, σάλι λεξικό γλώσσας δανικά, σάλι στα δανικά
Μεταφράσεις
- ρύπανση στα δανικά - forurening, forureningen, af forurening, forurening af
- ρώμη στα δανικά - styrke, Rom, rome, Roms, i Rom
- σάλος στα δανικά - tumult, tumulten, Larm, oprør, tummel
- σάλπιγγα στα δανικά - signalhorn, horn, trompet, kornet, trumpet, trompeten, basun, ...
Τυχαίες λέξεις
Σάλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sjal, tørklæde, sjalet, shawl
Μεταφράσεις: sjal, tørklæde, sjalet, shawl