Σάλι στα εσθονικά

Μετάφραση: σάλι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rätik, võrksall, sall, õlasall, salli, rätiku
Σάλι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σάλι

σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι αξλ, σάλι με βελόνες, σάλι μπερίσα, σάλι λεξικό γλώσσας εσθονικά, σάλι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ρύπανση στα εσθονικά - saaste, reostamine, reostus, reostuse, saastuse, reostust
  • ρώμη στα εσθονικά - jõud, tugevus, Rooma, rome, Roomas, on Roomas
  • σάλος στα εσθονικά - ärevus, sagin, kära, möll, lärm, melu, käratsemist, ...
  • σάλπιγγα στα εσθονικά - helmes, ruupor, sarv, trompet, trompetile, trompetit, trompeti, ...
Τυχαίες λέξεις
Σάλι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rätik, võrksall, sall, õlasall, salli, rätiku