Σαλιάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σαλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лигавя, лиги, лигавя се, слюнка, лигавене
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαλιάζω
σαλιάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σαλιάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σαλάχι στα βουλγαρικά - лъч, рей, лъчи, рентгенова, лъчева
- σαλεύω στα βουλγαρικά - движение, шавам, помествам, помръдна, мръдна, мръдне
- σαλιαρίζω στα βουλγαρικά - лигавене, слюнка, лиги, лигавя се
- σαλιγκάρι στα βουλγαρικά - охлюв, охлюви, на охлюв, Охлювът
Τυχαίες λέξεις
Σαλιάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лигавя, лиги, лигавя се, слюнка, лигавене
Μεταφράσεις: лигавя, лиги, лигавя се, слюнка, лигавене