Σαλιάζω στα δανικά

Μετάφραση: σαλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
savle, slobber
Σαλιάζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαλιάζω

σαλιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, σαλιάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σαλάχι στα δανικά - stråle, ray
  • σαλεύω στα δανικά - ryste, flytte, gå, røre, bevægelse, bevæge, rokke, ...
  • σαλιαρίζω στα δανικά - savle, dryp, savl, drool, dryp-
  • σαλιγκάρι στα δανικά - snegl, sneglen, snail, snegle
Τυχαίες λέξεις
Σαλιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: savle, slobber