Στασιασμός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: στασιασμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размирици, размирица, противодържавна дейност, бунт, противодържавна
Στασιασμός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στασιασμός

στασιασμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στασιασμός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σταλάζω στα βουλγαρικά - струйка, капене, тънка струйка, чезна, малък брой, малко количество
  • σταματώ στα βουλγαρικά - пауза, спирам, чек, съдържание/състав, проверка, спиране, стоп, ...
  • στασιαστικός στα βουλγαρικά - бунтарския, бунтарски, бунтовнически, бунтовен, бунтовния, бунтовно
  • στατικός στα βουλγαρικά - статичен, статично, статична, статични, статичното
Τυχαίες λέξεις
Στασιασμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: размирици, размирица, противодържавна дейност, бунт, противодържавна