Στασιασμός στα λιθουανικά

Μετάφραση: στασιασμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurstymas maištauti, vaidai, Sedition, Bunt, antivyriausybinė agitacija
Στασιασμός στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στασιασμός

στασιασμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στασιασμός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • σταλάζω στα λιθουανικά - lašėti, srovelė, sroventi, almėti, lašėjimas, mažas kiekis
  • σταματώ στα λιθουανικά - tikrinimas, derėti, čekis, pauzė, išbandyti, tikti, pertrauka, ...
  • στασιαστικός στα λιθουανικά - maištingas, maištinga, maištingi, opornego, užsispyręs
  • στατικός στα λιθουανικά - statinis, statinė, statinio, static, statiškas
Τυχαίες λέξεις
Στασιασμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kurstymas maištauti, vaidai, Sedition, Bunt, antivyriausybinė agitacija