Στασιασμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: στασιασμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opruiing, oproer, opstand, tweedracht
Στασιασμός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στασιασμός

στασιασμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στασιασμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σταλάζω στα ολλανδικά - druppelen, druppel, droppelen, drop, lik, droppel, druipen, ...
  • σταματώ στα ολλανδικά - stilstand, bedwingen, pauzeren, betomen, stilte, pauze, beteugelen, ...
  • στασιαστικός στα ολλανδικά - opstandig, oproerig, rebels, weerspannig, opstandige, rebelse
  • στατικός στα ολλανδικά - statisch, statische, vaste, static, van statische
Τυχαίες λέξεις
Στασιασμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opruiing, oproer, opstand, tweedracht