Στασιασμός στα δανικά

Μετάφραση: στασιασμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilskyndelse til oprør, oprør, opstand, Opstande
Στασιασμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στασιασμός

στασιασμός λεξικό γλώσσας δανικά, στασιασμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σταλάζω στα δανικά - dryppe, sive, lille strøm, dråbevis, strøm, vedligeholdelsesladning
  • σταματώ στα δανικά - check, afbrydelse, standsning, pause, standse, bankanvisning, stoppe, ...
  • στασιαστικός στα δανικά - oprørsk, oprørske, genstridige, rebelske, rebelsk
  • στατικός στα δανικά - statisk, statiske
Τυχαίες λέξεις
Στασιασμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilskyndelse til oprør, oprør, opstand, Opstande