Στασιασμός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: στασιασμός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
буни, задуши, предизвикува буни
Στασιασμός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στασιασμός

στασιασμός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στασιασμός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • σταλάζω στα σλαβομακεδονικά - браздичка, шурка, мал број, почнува да заживува, трицкле
  • σταματώ στα σλαβομακεδονικά - престанат, запре, престанат да, да престане, престане
  • στασιαστικός στα σλαβομακεδονικά - бунтовен, бунтовни, бунтовна, бунтовните, бунтовничките
  • στατικός στα σλαβομακεδονικά - статички, статичка, статична, статични, статичен
Τυχαίες λέξεις
Στασιασμός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: буни, задуши, предизвикува буни