Στεγνός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στεγνός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сух, сухо, суха, химическо, сухото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγνός
στεγνός λάρυγγας, στεγνός συνώνυμα, στεγνός λαιμός, στεγνός καθαρισμός χαλιών, στεγνός κόλπος, στεγνός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στεγνός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στεγάζω στα βουλγαρικά - stegazo
- στεγαστικός στα βουλγαρικά - жилища, жилищния, жилище, жилищно строителство, корпус, жилищен
- στενά στα βουλγαρικά - проход, тясно, внимателно, отблизо, тясно сътрудничество, в тясно сътрудничество
- στενάζω στα βουλγαρικά - стон, стенание, стон се, охкане
Τυχαίες λέξεις
Στεγνός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сух, сухо, суха, химическо, сухото
Μεταφράσεις: сух, сухо, суха, химическо, сухото