Στεγνός στα ισλανδικά

Μετάφραση: στεγνός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru
Στεγνός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στεγνός

στεγνός λάρυγγας, στεγνός συνώνυμα, στεγνός λαιμός, στεγνός καθαρισμός χαλιών, στεγνός κόλπος, στεγνός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στεγνός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • στεγάζω στα ισλανδικά - stegazo
  • στεγαστικός στα ισλανδικά - húsnæði, húsnæðis, húsnæðismarkaði, hús, húsnæðisbréf
  • στενά στα ισλανδικά - framhjá, ganga, fara, náið, vel, náið með, fylgjast náið, ...
  • στενάζω στα ισλανδικά - stynja
Τυχαίες λέξεις
Στεγνός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru