Στεγνός στα σουηδικά
Μετάφραση: στεγνός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
torr, torka, torrt, torra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγνός
στεγνός λάρυγγας, στεγνός συνώνυμα, στεγνός λαιμός, στεγνός καθαρισμός χαλιών, στεγνός κόλπος, στεγνός λεξικό γλώσσας σουηδικά, στεγνός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- στεγάζω στα σουηδικά - anpassa, jämka, adaptera, lämpa, stegazo
- στεγαστικός στα σουηδικά - hölje, bostäder, höljet, huset
- στενά στα σουηδικά - förflyta, räcka, tätt, noggrant, noga, nära, nära samarbete
- στενάζω στα σουηδικά - stöna, stön, moan, stönande
Τυχαίες λέξεις
Στεγνός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: torr, torka, torrt, torra
Μεταφράσεις: torr, torka, torrt, torra