Συμπλήρωμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συμπλήρωμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приложение, добавка, допълнение, добавки, допълват
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπλήρωμα
συμπλήρωμα ασβεστίου, συμπλήρωμα διατροφής, συμπλήρωμα c3, συμπλήρωμα ως προς 2, συμπλήρωμα διατροφής για αδυνάτισμα, συμπλήρωμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμπλήρωμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συμπιεστής στα βουλγαρικά - компресор, компресора, на компресора, компресори, компресорно
- συμπλέκομαι στα βουλγαρικά - спорна топка, меле, сборичквам, сблъскването, боричкане
- συμπληρωματικός στα βουλγαρικά - допълнителен, допълващи, допълващ, допълваща, комплементарна
- συμπληρώνω στα βουλγαρικά - приложение, прибавям
Τυχαίες λέξεις
Συμπλήρωμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: приложение, добавка, допълнение, добавки, допълват
Μεταφράσεις: приложение, добавка, допълнение, добавки, допълват