Συμπλήρωμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: συμπλήρωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðbót, fæðubótarefni, viðbótar, viðauki, álag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπλήρωμα
συμπλήρωμα ασβεστίου, συμπλήρωμα διατροφής, συμπλήρωμα c3, συμπλήρωμα ως προς 2, συμπλήρωμα διατροφής για αδυνάτισμα, συμπλήρωμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συμπλήρωμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συμπιεστής στα ισλανδικά - þjöppu, þjappa, þjöppunni, þjappan
- συμπλέκομαι στα ισλανδικά - scrimmage
- συμπληρωματικός στα ισλανδικά - Fjölbreyttari, fyllingar, viðbót, til fyllingar, uppbætandi
- συμπληρώνω στα ισλανδικά - eke
Τυχαίες λέξεις
Συμπλήρωμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: viðbót, fæðubótarefni, viðbótar, viðauki, álag
Μεταφράσεις: viðbót, fæðubótarefni, viðbótar, viðauki, álag