Συμπλήρωμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συμπλήρωμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
complementar, anexo, acessório, secundário, suplemento, complemento, suplemento de, suplementos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπλήρωμα
συμπλήρωμα ασβεστίου, συμπλήρωμα διατροφής, συμπλήρωμα c3, συμπλήρωμα ως προς 2, συμπλήρωμα διατροφής για αδυνάτισμα, συμπλήρωμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμπλήρωμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συμπιεστής στα πορτογαλικά - compressor, compressor de, do compressor, compressores, de compressor
- συμπλέκομαι στα πορτογαλικά - escaramuça, scrimmage, de scrimmage, da scrimmage, tumulto
- συμπληρωματικός στα πορτογαλικά - suplantar, suplementar, complementar, complementares, complementaridade, complemento
- συμπληρώνω στα πορτογαλικά - suprir, eke para fora, ganhar a, eke para fora de, eke a
Τυχαίες λέξεις
Συμπλήρωμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: complementar, anexo, acessório, secundário, suplemento, complemento, suplemento de, suplementos
Μεταφράσεις: complementar, anexo, acessório, secundário, suplemento, complemento, suplemento de, suplementos