Συμπλήρωμα στα τούρκικα
Μετάφραση: συμπλήρωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilave, ek, takviyesi, eki, ekidir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπλήρωμα
συμπλήρωμα ασβεστίου, συμπλήρωμα διατροφής, συμπλήρωμα c3, συμπλήρωμα ως προς 2, συμπλήρωμα διατροφής για αδυνάτισμα, συμπλήρωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, συμπλήρωμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συμπιεστής στα τούρκικα - kompresör, kompresörü, kompresörlümü, kompresörün
- συμπλέκομαι στα τούρκικα - hücum, scrimmage, çarpışma, göğüs göğüse kavga, itişip kakışma
- συμπληρωματικός στα τούρκικα - tamamlayıcı, tamamlayan, tamamlayıcı bir, bütünleyici
- συμπληρώνω στα τούρκικα - ilave, ek, uzatmak, eke, idareli, tamamlamak, ilave etmek
Τυχαίες λέξεις
Συμπλήρωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ilave, ek, takviyesi, eki, ekidir
Μεταφράσεις: ilave, ek, takviyesi, eki, ekidir