Συμπλήρωμα στα δανικά

Μετάφραση: συμπλήρωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bilag, supplement, tillæg, supplere
Συμπλήρωμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπλήρωμα

συμπλήρωμα ασβεστίου, συμπλήρωμα διατροφής, συμπλήρωμα c3, συμπλήρωμα ως προς 2, συμπλήρωμα διατροφής για αδυνάτισμα, συμπλήρωμα λεξικό γλώσσας δανικά, συμπλήρωμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συμπιεστής στα δανικά - kompressor, kompressoren, kompressorens, kompressorer
  • συμπλέκομαι στα δανικά - scrimmage, håndgemængd, scrimmage linjen
  • συμπληρωματικός στα δανικά - komplementære, komplementær, supplerende, supplerer, supplement
  • συμπληρώνω στα δανικά - bilag, ernære sig, møjsommeligt, slå sig igennem
Τυχαίες λέξεις
Συμπλήρωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bilag, supplement, tillæg, supplere