Συμπλήρωμα στα λιθουανικά

Μετάφραση: συμπλήρωμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
papildyti, priedas, papildas, papildo, papildymas
Συμπλήρωμα στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπλήρωμα

συμπλήρωμα ασβεστίου, συμπλήρωμα διατροφής, συμπλήρωμα c3, συμπλήρωμα ως προς 2, συμπλήρωμα διατροφής για αδυνάτισμα, συμπλήρωμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συμπλήρωμα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συμπιεστής στα λιθουανικά - kompresorius, kompresoriaus, kompresorių, kompresoriai
  • συμπλέκομαι στα λιθουανικά - muštynės, grumtynės, Bijatyka, Bójka, Dalyvauti sąvartynas
  • συμπληρωματικός στα λιθουανικά - papildomas, papildo, papildyti, papildytų, papildančios
  • συμπληρώνω στα λιθουανικά - taupiai naudoti, Sztukować, Papildyti, vos verstis
Τυχαίες λέξεις
Συμπλήρωμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: papildyti, priedas, papildas, papildo, papildymas