Συρτάρι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συρτάρι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чекмедже, чекмеджето, чекмеджета, чекмеджето на, чекмеджетата
Συρτάρι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συρτάρι

συρτάρι που πιτσικάρει, συρτάρι καφέ, συρτάρι ονειροκρίτης, συρτάρι ταμειακής, συρτάρι στα αγγλικά, συρτάρι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συρτάρι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συρρικνώνομαι στα βουλγαρικά - психиатър, осанка, смален, свит, съсухрено, спаружили, се спаружили
  • συρροή στα βουλγαρικά - изобилие, натопления, прилив, стечение, приток
  • συσκέπτομαι στα βουλγαρικά - комуна, община, общината, беседвам задушевно
  • συσκευάζω στα βουλγαρικά - обвивка, опаковам, увивам, увийте, увиване
Τυχαίες λέξεις
Συρτάρι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: чекмедже, чекмеджето, чекмеджета, чекмеджето на, чекмеджетата