Συρτάρι στα ολλανδικά

Μετάφραση: συρτάρι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lade, schuiflade, la, laden, lader
Συρτάρι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συρτάρι

συρτάρι που πιτσικάρει, συρτάρι καφέ, συρτάρι ονειροκρίτης, συρτάρι ταμειακής, συρτάρι στα αγγλικά, συρτάρι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συρτάρι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συρρικνώνομαι στα ολλανδικά - minderen, ineenkronkelen, verminderen, ineenkrimpen, psychiater, afnemen, verkleinen, ...
  • συρροή στα ολλανδικά - hoop, groep, samenscholing, collectie, weligheid, uitbundigheid, bundel, ...
  • συσκέπτομαι στα ολλανδικά - gemeente, commune, gemeenschap
  • συσκευάζω στα ολλανδικά - hoop, boel, stapel, menigte, verpakken, tas, troep, ...
Τυχαίες λέξεις
Συρτάρι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lade, schuiflade, la, laden, lader