Συρτάρι στα ουγγρικά
Μετάφραση: συρτάρι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fiók, húzóeszköz, húzó, csillés, csapoló, szállítómunkás, rajzoló, fiókot, fiókos, fiókban
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συρτάρι
συρτάρι που πιτσικάρει, συρτάρι καφέ, συρτάρι ονειροκρίτης, συρτάρι ταμειακής, συρτάρι στα αγγλικά, συρτάρι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συρτάρι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συρρικνώνομαι στα ουγγρικά - összemenés, összezsugorodott, zsugorított, zsugorodott, aszott, összeaszott
- συρροή στα ουγγρικά - véráram, beömlés
- συσκέπτομαι στα ουγγρικά - kommuna, község, település, településen, commune
- συσκευάζω στα ουγγρικά - falka, málha, jégtorlasz, borogatás, csomag, betakar, csomagolja, ...
Τυχαίες λέξεις
Συρτάρι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fiók, húzóeszköz, húzó, csillés, csapoló, szállítómunkás, rajzoló, fiókot, fiókos, fiókban
Μεταφράσεις: fiók, húzóeszköz, húzó, csillés, csapoló, szállítómunkás, rajzoló, fiókot, fiókos, fiókban