Συρτάρι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συρτάρι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gaveta, prolongar, gaveta de, de gaveta, gaveta do, gaveta da
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συρτάρι
συρτάρι που πιτσικάρει, συρτάρι καφέ, συρτάρι ονειροκρίτης, συρτάρι ταμειακής, συρτάρι στα αγγλικά, συρτάρι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συρτάρι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συρρικνώνομαι στα πορτογαλικά - agudo, dimensão, diminua, psiquiatra, encolher, encolhido, encolhida, ...
- συρροή στα πορτογαλικά - colecção, grupo, fartura, abundância, reunião, amontoamento, acumulação, ...
- συσκέπτομαι στα πορτογαλικά - parlamentar, conferir, comuna, município, comunidade, commune, comungar
- συσκευάζω στα πορτογαλικά - facção, turma, bando, bloco, pacífico, cáfila, multidão, ...
Τυχαίες λέξεις
Συρτάρι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gaveta, prolongar, gaveta de, de gaveta, gaveta do, gaveta da
Μεταφράσεις: gaveta, prolongar, gaveta de, de gaveta, gaveta do, gaveta da