Συρτάρι στα τούρκικα
Μετάφραση: συρτάρι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekmece, çekmecesi, çekmeceli, çekmecenin, bölmesi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συρτάρι
συρτάρι που πιτσικάρει, συρτάρι καφέ, συρτάρι ονειροκρίτης, συρτάρι ταμειακής, συρτάρι στα αγγλικά, συρτάρι λεξικό γλώσσας τούρκικα, συρτάρι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συρρικνώνομαι στα τούρκικα - azaltmak, eksiltmek, çekmiş, büzülmüş, büzüşmüş, çökmüş, küçülmüş
- συρροή στα τούρκικα - koleksiyon, büyüme, bolluk, toplama, çokluk, akış, akın, ...
- συσκέπτομαι στα τούρκικα - komün, komünün, bir komün, yerel idare
- συσκευάζω στα τούρκικα - çete, kalabalık, grup, takım, sarmak, şal, sarın, ...
Τυχαίες λέξεις
Συρτάρι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çekmece, çekmecesi, çekmeceli, çekmecenin, bölmesi
Μεταφράσεις: çekmece, çekmecesi, çekmeceli, çekmecenin, bölmesi