Τετριμμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τετριμμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
shopworn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τετριμμένος
τετριμμένος λεξικο, τετριμμένος translate, τετριμμένος ετυμολογια, τετριμμένος συνώνυμο, τετριμμένος αγγλικα, τετριμμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τετριμμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τετραπλασιάζω στα βουλγαρικά - четворен, четворна, четворни, с четворна, Четворната
- τετραπλός στα βουλγαρικά - учетворен, в четири екземпляра, в четири копия, четири екземпляра, едно от четири копия
- τεφροειδής στα βουλγαρικά - tefroeidis
- τεφρώδης στα βουλγαρικά - пепелив, пепеляво, пепеляв, пепелянката, бледен
Τυχαίες λέξεις
Τετριμμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: shopworn
Μεταφράσεις: shopworn