Τετριμμένος στα δανικά

Μετάφραση: τετριμμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
shopworn
Τετριμμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τετριμμένος

τετριμμένος λεξικο, τετριμμένος translate, τετριμμένος ετυμολογια, τετριμμένος συνώνυμο, τετριμμένος αγγλικα, τετριμμένος λεξικό γλώσσας δανικά, τετριμμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τετραπλασιάζω στα δανικά - firedobbelt, firdoble, firdobbelt, Firepersoners, Fire mands
  • τετραπλός στα δανικά - firdobbelte
  • τεφροειδής στα δανικά - tefroeidis
  • τεφρώδης στα δανικά - Ashy, Asket, askegrå
Τυχαίες λέξεις
Τετριμμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: shopworn