Τετριμμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τετριμμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banal, vulgar, trivial, shopworn, surrado, desgastada, tão batido
Τετριμμένος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τετριμμένος

τετριμμένος λεξικο, τετριμμένος translate, τετριμμένος ετυμολογια, τετριμμένος συνώνυμο, τετριμμένος αγγλικα, τετριμμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τετριμμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τετραπλασιάζω στα πορτογαλικά - quádruplo, quadruplicar, quádruplos, quádrupla, quadruple
  • τετραπλός στα πορτογαλικά - quadruplicar, quadruplicado, multiplicar por quatro, quádruplo
  • τεφροειδής στα πορτογαλικά - tefroeidis
  • τεφρώδης στα πορτογαλικά - de cinza, cinzento, pálido, ashy, cinza
Τυχαίες λέξεις
Τετριμμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: banal, vulgar, trivial, shopworn, surrado, desgastada, tão batido