Ωχρός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ωχρός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ива, жълтеникав, бледен, нездрав, жълтеникава
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωχρός
ωχρός σύνδεσμος, ωχρός συνώνυμο, ωχρός μυελός, ωχρός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ωχρός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ωφέλιμος στα βουλγαρικά - полезен, полезна, полезно, полезни, полза
- ωφελώ στα βουλγαρικά - ofelo
- όαση στα βουλγαρικά - оазис, Oasis, оазиса, оазиси
- όγδοος στα βουλγαρικά - осми, осмия, осмо, осмата, осмото
Τυχαίες λέξεις
Ωχρός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ива, жълтеникав, бледен, нездрав, жълтеникава
Μεταφράσεις: ива, жълтеникав, бледен, нездрав, жълтеникава